– Έλα.
– Έλα.
– Τι κάνεις;
– Τώρα κλείνω τη βαλίτσα. Άντε τελείωνε κι εσύ και έλα. Έχουν έρθει τα παιδιά να μας χαιρετήσουν. Και δεν θα το ξενυχτήσουμε. Στις 7 πρέπει να φύγουμε για το αεροδρόμιο.
– Βασίλη η πτήση ακυρώθηκε.
– ΤΙ;;;;
– Η πτήση ακυρώθηκε..
– Τι λες;
– Η πτ.ή.σ.η μα.ται.ώ.θη.κε. Μπήκα τώρα στο σάιτ του αεροδρομίου. Δίπλα στην πτήση μας γράφει «cancelled». Δεν πάμε πουθενά.
– Έλα εδώ να δούμε τι θα κάνουμε.-
– Θα έρθω. Και θα μείνω εκεί. Όπως είχαμε πει. Με βαλίτσα θα έρθω ακούς;
– Γεια.
Ο Βασίλης έκλεισε βαρύς το τηλέφωνο. Το ίδιο βαριά φόρτωσα κι εγώ τη βαριά μου βαλίτσα και ξεκίνησα για το σπίτι του. Ήταν 20 Δεκέμβρη, και στις 21 Δεκέμβρη θα πετάγαμε για Νέα Υόρκη. Αν δεν έγραφε «κάνσελντ» δίπλα από την πτήση μας.
Το σπίτι του Βασίλη θύμιζε επιτελείο αντιμετώπισης κρίσης εκτάκτου ανάγκης. Ο Βασίλης καθισμένος στον καναπέ έκανε αέρα στον εαυτό του. Μόνος του. Ο Δημήτρης ήταν στα τηλέφωνα προσπαθώντας να βγάλει άκρη. Φύσαγε, ξεφύσαγε, «Μπορείτε να μου πείτε με ποιον να μιλήσω, ποιος θα με βοηθήσει να καταλάβω αν θα φύγουμε αύριο τελικά εφόσον δεν είναι δικό σας θέμα;», ρώταγε τους υπαλλήλους του αεροδρομίου μας, «yes, yes, I understand», απαντούσε στους υπαλλήλους της “ Delta airlines”. Και οι υπόλοιποι που είχαν έρθει να μας χαιρετήσουν, έψαχναν πιθανούς προορισμούς. «Να, να, έχει αύριο πτήση για Βραζιλία», «Ρε Κώστα, πουλόβερ και μπουφάν έχουμε στις βαλίτσες, τι Βραζιλία και Μπουένος Άιρες και Κόστα Ρίκα;», απάντησε έξαλλος ο Βασίλης. «Δεν πειράζει ρε παιδιά, πάμε στο εξοχικό μου στον Κάλαμο», «Αχ Γιάννη σταμάτα σε παρακαλώ. Για καλό το κάνετε παιδιά αλλά δεν βοηθάτε», απάντησα μέσα στην μαύρη απελπισία μου.
– Λοιπόν. Η πτήση ακυρώθηκε γιατί δεν έφυγε το αεροσκάφος από την Αμερική λόγω κακών καιρικών συνθηκών για να έρθει Ελλάδα και να φύγει. Δεν υπάρχει αεροσκάφος δηλαδή να μας πάει. Τέτοια κακοκαιρία είχε να δει η Νέα Υόρκη 60 χρόνια μου είπαν.
– Και την είδε τώρα, Δημήτρη; Και δεν θα δούμε εμείς τη Νέα Υόρκη; Ψέλλισα ελπίζοντας σε μια αισιόδοξη απάντηση.
– Το μόνο που μου είπαν, είναι ότι δικαιούμαστε κάποια αποζημίωση απο την εταιρεία. Θα μας ενημερώσουν αύριο στο αεροδρόμιο. Απάντησε πιο απαισιόδοξος από την απαισιοδοξία.
– ΔΕΝ ΠΑΩ ΠΟΥΘΕΝΑ.
– Σταμάτα Βασίλη. Θα πάμε αύριο κανονικά στο αεροδρόμιο. Εκτός του ότι πρέπει να είμαστε εκεί για να διεκδικήσουμε ό,τι δικαιούμαστε, θα πάμε γιατί πού ξέρεις; Αν γίνει το θαύμα των Χριστουγένων; Αν βγάλει ήλιο στη Νέα Υόρκη και φύγει το αεροσκάφος;
– Καλά καλά. Πίστευε εσύ ονειροπόλα στο θαύμα των Χριστουγένων που δεν θα γίνει. Και να φύγει το αεροσκάφος δεν θα προλάβει να είναι εδώ και να φύγει την ώρα που ήταν προγραμματισμένη η πτήση. Η πτήση ήδη γράφει «cancelled». Καπούτ; Καπίτο;
– Όπως και να έχει, αύριο θα πάμε στο αεροδρόμιο. Και να σου θυμίσω πως δεν υπάρχει κάτι που δεν έχουμε καταφέρει οι τρεις μας.
Και την επόμενη μέρα πήγαμε στο αεροδρόμιο. Χωρίς βαλίτσες. Μόνο με την ελπίδα πως θα γίνει το θαύμα των Χριστουγένων και δεν θα ακυρωθεί το ταξίδι που είχαμε οργανώσει από τον Αύγουστο. Το ταξίδι που με οικονομίες, που με διακανονισμούς επί διακανονισμών είχαμε καταφέρει να πάρουμε άδεια από τις δουλειές μας, ονειρευόμασταν από τον Αύγουστο. Το ταξίδι και το θαύμα που τόσο είχαμε ανάγκη.
Το θαύμα έγινε. Η εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να εξυπηρετήσει τους επιβάτες στέλνοντάς τους στον προορισμό τους με την επόμενη διαθέσιμη πτήση, όπως μας εξήγησαν. Και εμείς, με μια μέρα καθυστέρηση θα πηγαίναμε στη Νέα Υόρκη ταξιδεύοντας business class, μιας και εκεί υπήρχαν θέσεις.
Το θαύμα των Χριστουγέννων σε συσκευασία διπλού τζακ ποτ!
Την επόμενη μέρα φτάσαμε στο αεροδρόμιο τραγουδώντας το “New York”. Προσγειωθήκαμε στη Νέα Υόρκη τραγουδώντας το “I like to be in America”, με αγωνία και περιέργεια όμοια με των αποίκων, με ενθουσιασμό Κινέζων τουριστών στην Σαντορίνη, με χαρά σαν των μεταναστών όταν αντίκριζαν από το καράβι το Άγαλμα της Ελευθερίας. Ήμασταν στη Νέα Υόρκη.
Φερθήκαμε σαν γνήσιοι τουρίστες. Τις δυο πρώτες μέρες φωτογραφίζαμε μέχρι και τα πεζοδρόμια, φωνάζαμε «Α! Το έχω δει σε ταινία αυτό», όταν περνάγαμε μπροστά από κάπου που είχαμε δει σε ταινία, φάγαμε Μακντόναλντς και χοτ-ντογκ, περπατήσαμε στο χιονισμένο Σέντραλ Παρκ, εγώ έψαχνα το σπίτι της Κάρι, περπατάγαμε κοιτώντας ψηλά τα θεόρατα κτήρια. Ε τις υπόλοιπες μέρες το κεφάλι επανήλθε στη θέση του, και λίγο η επιθυμία να γνωρίσουμε όσα δεν είχαμε δει σε ταινίες, λίγο κάποιες συμβουλές και πληροφορίες φίλων που είχαν ήδη επισκεφτεί τη Νέα Υόρκη, την περπατήσαμε, την είδαμε, τη γνωρίσαμε, την ψωνίσαμε, τη φάγαμε, την ήπιαμε. Την όμορφη, γρήγορη, κρύα, πολυπολιτισμική, χιονισμένη, στολισμένη χριστουγεννιάτικα Νέα Υόρκη.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και ήρθε η παραμονή των Χριστουγένων. Και μαζί με την παραμονή των Χριστουγένων ήρθε και μια μικρή μελαγχολία. Μακριά απο τις οικογένειές μας, μακριά από τους υπόλοιπους φίλους μας, ξένοι σε ξένη χώρα, σε άλλη ήπειρο.
Ίσως και να τραγουδούσαμε Καζαντζίδη την μέρα εκείνη, ίσως και να κάναμε τατουάζ το «είναι πικρό το ψωμί της ξενιτιάς» αν δεν ήμασταν καλεσμένοι σε φίλους συγγενών του Δημήτρη για φαγητό. Το σπίτι ήταν στο Λονγκ Άιλαντ. Από αυτά που είχαμε δει στις ταινίες. Με χριστουγενιάτικο στολισμό και στρώσιμο τραπεζιού που είχαμε δει στις ταινίες. Με το να μας μιλάνε οι υπόλοιποι δυνατά για να καταλάβουμε, σαν να νόμιζαν οτι ήμασταν βαρήκοοι, όχι από άλλη χώρα, με το να μας ρωτάνε αν έχουμε γαλοπούλα στην Ελλάδα, όπως είχαμε δει στις ταινίες. Με το να βγαίνουμε έξω στο κρύο να καπνίζουμε σεβόμενοι το «νο σμόκιν» που τόσο ισχύει στην Αμερική, όπως έχουμε δει στις ταινίες. Και απολαύσαμε τη φιλοξενία και περάσαμε πραγματικά όμορφα Χριστούγενα εξηγώντας ότι οι Έλληνες έχουμε κατέβει από τα δέντρα, ότι δεν τρώμε μόνο μουζάκα, και γελώντας με τους υπόλοιπους Έλληνες και μη, τρώγοντας και συζητώντας γύρω από το τραπέζι σαν οικογένεια.
Ήταν «σαν» οικογένεια όμως. Δεν ήταν. Μόλις επιστρέψαμε με το τρένο στη Νέα Υόρκη, η μικρή μελαγχολία ξαναήρθε. Αποφασίσαμε να ανέβουμε στο “Empire State Building”, λες και παίζαμε στο «Άγρυπνος στο Σιάτλ» για να γιορτάσουμε οι τρεις μας. Άγρυπνοι δεν ήμασταν. Αλλά ήμασταν οι τρεις μας, παραμονή Χριστουγέννων, μακριά από τις οικογένειές μας. Μπορεί το πιο πιθανό να ήταν αν ήμασταν στην Ελλάδα να κάναμε κάτι πάλι οι τρεις μας, χωρίς τις οικογένειές μας και να μην μελαγχολούσαμε με αυτό, αλλά είπαμε: «Είναι πικρό το ψωμί της ξενιτιάς».
Στον τελευταίο όροφο που ανεβήκαμε για να δούμε τη θέα, η θερμοκρασία ήταν -12. Χαζεύαμε σιωπηλοί τη Νέα Υόρκη να απλώνεται κάτω από τα πόδια μας και μπροστά στα μάτια μας. Χιόνιζε. Και ήμασταν οι τρεις μας να κάνουμε Χριστούγεννα στη Νέα Υόρκη.
– Σκέφτεστε ότι μπορεί να μην είχαμε κάνει ποτέ αυτό το ταξίδι; Έσπασε την σιωπή ο Βασίλης.
– Δεν υπάρχει κάτι που δεν έχουμε καταφέρει οι τρεις μας, ριμέμπερ; Του απάντησα προσπαθώντας να τυλιχτώ πέντε φορές στο παλτό μου.
– Σταματήστε και κοιτάχτε τη θέα. Καλά Χριστούγεννα παιδιά, είπε ο Δημήτρης.
Αγκαλιαστήκαμε να μην κρυώνουμε. Μπορεί να έχουμε κατέβει από τα δέντρα αλλά σε -12 δεν ήμασταν συνηθισμένοι. Μάλλον ούτε και ο Καζαντζίδης θα ήταν, σαν Ελληνόπουλο κι αυτός. Και κάπου εκεί, έτσι όπως αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο, κατάλαβα πως οικογένεια δεν είναι μόνο η φυσική οικογένεια, αλλά και οι άνθρωποι εκείνοι που μαζί τους δεν υπάρχει κάτι που δεν μπορείς να καταφέρεις.