Το σπίτι ευωδιάζει, η μαμά είναι στην κουζίνα και πηγαινοφέρνει πράγματα και για μία ακόμη χρόνια στρώνει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Παραμονή Χριστουγέννων. Ρεβεγιόν. Ακόμη ένα χριστουγεννιάτικο οικογενειακό τραπέζι;

Έχει έρθει μόνο η γιαγιά κι ο παππούς, πάντοτε αρκετά πιο νωρίς από την ώρα που έχουμε κανονίσει να συγκεντρωθούμε. Όλοι οι υπόλοιποι έρχονται μια ώρα μετά. Η γιαγιά τσιμπάει ένα μελομακάρονο από τη γυάλινη προθήκη στα κλεφτά, γιατί το ζάχαρό της ήταν ανεβασμένο στις τελευταίες εξετάσεις της. Αντιλαμβάνεται ότι την παρακολουθώ, μου κλείνει πονηρά το μάτι και μου λέει παιχνιδιάρικα: «ένα ίσον κανένα». Ο παππούς κάθεται στον καναπέ με σταυρωμένα χέρια και βλέπει επανάληψη των «Απαράδεκτων».

restaurant

Το κουδούνι χτυπάει ξανά κι εγώ σιχτιρίζω από μέσα μου, γιατί ξέρω πως είναι η ώρα που πρέπει να δεχτώ εναγκαλισμούς τους οποίους προφανώς και σιχαίνομαι, όπως ο διάολος το λιβάνι. Τι σκέφτομαι, Χριστέ μου, μέρα που είναι; Φωτιά θα πέσει να με κάψει. Μια κραυγή πόνου ξεγλιστράει από την κουζίνα συνοδευόμενη από ένα «κάηκα». Τρέχω να ανοίξω με μικρές τύψεις που η προοριζόμενη για μένα φωτιά έπεσε σε άλλον. Φωνές στον διάδρομο. Επικρατεί ένας μικρός πανικός, τόσο μικρός όσο μια μάχη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το τοπίο θολώνει κι εγώ συνθλίβομαι κάτω από ένα ανθρώπινο σώμα. Όλοι νομίζουν ότι λατρεύουμε να αγκαλιάζουμε τους συγγενείς μας, τους ανθρώπους που αγαπάμε, αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Κι αν το δεχόμουν αδιαμαρτύρητα κάποτε, ήταν γιατί ήξερα καλά πως μετά την απομάκρυνσή μου από το κεφαλοκλείδωμα της θείας, που μόνο κατ’ ευφημισμόν ήταν αγκαλιά, θα έσφιγγα γερά στα χέρια μου ένα χαρτονόμισμα των 20 ή των 50 ευρώ, χαμογελώντας. Τώρα πια υποκρίνομαι. Ακόμη ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι που θα πρέπει να το παίξω χαμογελαστός λοιπόν.

Πιτσιρίκια -ξαδέρφια και ανιψάκια- αρχίζουν τα τρέχουν δεξιά κι αριστερά, εκσφενδονίζοντας εναντίον μου κάθε λογής αντικείμενο, κάνοντάς με να σκέφτομαι πόσο παρεξηγημένη ιστορική προσωπικότητα ήταν ο Ηρώδης, που αυτή την ημέρα είναι και επίκαιρος, ξεχνώντας βέβαια μέσα στη φούρια του εκνευρισμού μου τι σημαίνει να είσαι στην ηλικία τους και να είναι Χριστούγεννα. Οι συζητήσεις δυναμώνουν, αβρές φιλοφρονήσεις μεταξύ γυναικών για την ιδανική επιλογή φορεμάτων και χτενισμάτων. Την ίδια στιγμή, κατινίστικα πηγαδάκια για τη λανθασμένη επιλογή φορεμάτων και χτενισμάτων. Ο καπνός από τα τσιγάρα γίνεται τόσο αποπνικτικός, που το σπίτι θυμίζει τριτοδεύτερο μαγαζί παραλιακής. Μια θεία με ρωτάει αν πήρα πτυχίο και πότε έχω σκοπό να παντρευτώ, μιας και τα δικά της παιδιά, τα ξαδέρφια μου δηλαδή, τα οποία είναι στην ηλικία μου, έχουν ήδη παντρευτεί και είναι σήμερα με τη δική τους οικογένεια. Αποφεύγω να της απαντήσω πως αυτός θα ήταν ο μόνος καλός λόγος να παντρευτώ, όπως και να τη ρωτήσω πώς πάει η τρίχρονη εξωσυζυγική σχέση του θείου, που όλοι γνωρίζουμε γι’ αυτήν, αλλά κανένας δεν μιλάει. Ανοίγω μια μπαλκονόπορτα για να πάρω αέρα. Αέρα. Ακόμη ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι όπου πρέπει να καταπιώ τα οικογενειακά μας δράματα.

Ευτυχώς, σύντομα καλούμαστε στο τραπέζι. Τα εδέσματα είναι εκλεκτά. Ο παππούς, που κάθεται πάντοτε στην κορυφή του τραπεζιού, έχει πέσει με τα μούτρα στο φαγητό και η γιαγιά τον κοιτάζει όπως πάντα με ένα βλέμμα αποστροφής, καθώς το γλυκό της βλέμμα το φυλάει μόνο για τα μελομακάρονα. Για λίγη ώρα ακούγονται μόνο οι ήχοι από το κροτάλισμα των μαχαιροπίρουνων και το κελάρυσμα των χρωματιστών υγρών που κυλούν στα ποτήρια μας. Όλα μοιάζουν να παίρνουν τον δρόμο τους. Σε λίγο θα με πάρουν τηλέφωνο οι φίλοι μου, που κι εκείνοι είναι σε ανάλογη κατάσταση, θα βγούμε για ποτό, το οικογενειακό μαρτύριο θα τελειώσει και θα περάσουν άλλες 365 μέρες (ή 366 αν είσαι αρκετά τυχερός) μέχρι την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να παραστείς σε ένα ακόμη χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Αλλά εκείνη τη στιγμή ένας θείος, που έχει πιει λίγο παραπάνω θα πει μια ηλιθιότητα, μια βλακεία, που θα φέρει τους πάντες σε δύσκολη θέση. Βαριά σιωπή πέφτει στο τραπέζι, τσιμεντένια. Και ύστερα θα γελάσουμε δυνατά. Γελάω κι εγώ. Γελάω πραγματικά. Γελάω με την ψυχή σου, όχι για να αποφορτιστεί η ατμόσφαιρα, όχι γιατί έτσι πρέπει, όχι γιατί μου το επιβάλλει η μέρα, όχι γιατί είναι ένα ακόμα χριστουγεννιάτικο οικογενειακό τραπέζι που πρέπει να το παίξω καλός. Γελάω γιατί αντιλαμβάνομαι ότι αυτούς τους ανθρώπους τους αγαπάω πραγματικά. Με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους, με τις κατινιές και την υπεροψία τους, με τα σωστά και τα λάθη τους. Ναι, κάτι τέτοιες μέρες, κάτι τέτοιες στιγμές το αντιλαμβανόμαστε αυτό. Δεν αγαπάμε τους συγγενείς μας μόνο αυτές τις δεκαπέντε μέρες των γιορτών. Τους αγαπάμε όλο τον χρόνο ανεξάρτητα με το αν τους βλέπουμε ή όχι, με το αν τους μιλάμε συχνά ή όχι. Εξακολουθώ να γελάω σαν υστερικός μπαμπουίνος και οι γύρω μου αρχίζουν να με κοιτάζουν περίεργα. Δεν με πειράζει, συγγενείς μου είναι, δικοί μου άνθρωποι, δεν θα με παρεξηγήσουν. Έχουν ζήσει πολλά τέτοια περιστατικά. Και γι’ αυτούς εξάλλου είναι ένα ακόμα χριστουγεννιάτικο οικογενειακό τραπέζι που σε λίγο τελειώνει.

Η γιαγιά εξακολουθεί να κοιτάζει με αποστροφή τον παππού, που όλη αυτή την ώρα που εμείς ξεκαρδιζόμασταν από τα γέλια, δεν έπαψε στιγμή να τρώει. Σκύβει και δευτερόλεπτα πριν καρφώσει με μανία το κρέας στο πιρούνι της, ψιθυρίζει τόσο σιγανά, ώστε να την ακούσω μονάχα εγώ που κάθομαι δίπλα της:

«Ακόμη ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι που δεν είμαι χήρα…»