– Κυρία Βιλλιώτη, η μαμά σας μετράει μέρες. Άντε ίσως μέχρι τα Χριστούγεννα.
Ποιος είναι αυτός ο κύριος με την άσπρη ρόμπα που είναι καθισμένος πίσω από αυτό το γραφείο; Γιατί είναι Σεπτέμβρης και εγώ τρέμω σαν να να είναι Ιανουάριος; Τι μέρα είναι? Πόσες μέρες μετράμε; Ποιος μετράει; Ποια Χριστούγεννα? Ποια είναι η “κυρία Βιλλιώτη” που της μιλάει ο γιατρός;
Δεν είμαι εγώ. Εγώ είμαι 5 χρονών και τρέχω να αγκαλιάσω την μαμά μου που γύρισε από τη δουλειά. Να με ρωτήσει πώς ήταν η πρώτη μέρα στο σχολείο. Να της πω ότι δεν μου άρεσε καθόλου, ότι δεν θα ξαναπάω αλλά θα ξαναπάω γιατί παίζω με τις φίλες μου και για να δω τον Μανώλη που τον αγαπάω. Να την δω να γελάει. Να μου γελάει. Να με βάζει για ύπνο και να με χαϊδεύει. Να θέλει να μου πει μια ιστορία και εγώ να της λέω πως μεγάλωσα πια, πάω σχολείο! Να γελάει, να μου γελάει.
Εγώ πάω σχολείο. Μαθαίνω να γράφω και να διαβάζω. Καθόμαστε στο τραπέζι και της διαβάζω. Και όταν δυσκολεύομαι να διαβάσω και κλαίω και της λέω “δεν μπορώ”, μου λέει “σιγά σιγά, θα μπορέσεις.” Σιγά σιγά μπόρεσα. Να διαβάζω και να γράφω. Της έγραψα “Χρόνια Πολλά Μαμά σ’αγαπάω πολύ” σε μια κάρτα και της την έδωσα. Γιατί ήταν η γιορτή της μητέρας.
Γιορτή… Σαν τα Χριστούγενα που μου λέει αυτός ο κύριος πως “άντε ίσως μέχρι τότε”. Δεν θέλω να έρθουν τα Χριστούγεννα. Εγώ θέλω τη μαμά μου. Να γίνει καλά. Να την κάνουν καλά. Οι γιατροί, ο μπαμπάς μου, η αδερφή μου, ο θεός, Ο θεός…
Πόσες μέρες μετράμε; 5; 10; 30; 48920; Πόσες μέρες έχω με τη μαμά μου; Ποιος ξέρει; Ποιος θα μου πει; Αυτός ο γιατρός; Ο θεός; Ο διάβολος; Ποιος; Θέλω να φύγω από εκεί. Θέλω να πάω να χωθώ στη φούστα της μαμάς μου. Να την πάρω από το νοσοκομείο και να πάμε σπίτι μας. Να της βγάλω τον ορό που έχει στα χέρια της και να της βάλω βραχιόλια. Να πάμε σινεμά και μετά να πάμε να φάμε. Να μου λέει τι κάνει με τις φίλες της, τι ψώνισε, ότι δεν ξέρουνε ακόμα με τον μπαμπά που θα πάνε διακοπές το καλοκαίρι. Να πάμε σπίτι μας και να κάνουμε μποτέ. Να βάζουμε μάσκες ομορφιάς, να μου λέει να πάω να φτιάξω τα νύχια μου και να φοράω κρέμες. Να κοιτάω τα νύχια της και τα δάχτυλά της και να είναι τα πιο όμορφα δάχτυλα που έχω δει. Λεπτά, μακριά, σαν να έχουν γραφτεί ποιήματα για αυτά.
Να τρώμε όλοι μαζί τις Κυριακές. Να μου έχει κάνει άλλο φαΐ εμένα, γιατί “η μικρή δεν τρώει αρνί”. Και να γελάω που ακόμα είμαι “η μικρή”. “Πάντα η μικρή θα είσαι”, να μου λέει όταν της λέω “αμάν ρε μαμά, μεγάλωσα πια“.
Τώρα θέλω να είμαι η μικρή. Δεν θέλω να είμαι η”Κυρία Βιλλιώτη” που λέει αυτός ο κύριος. Αν ήμουνα μικρή δεν θα μου τα έλεγε αυτά. Αν ήμουν μικρή θα έγραφα κάρτες και εκθέσεις και μυθιστορήματα και θα τα διάβαζα στη μαμά μου. Και εκείνη θα μου έλεγε “μπράβο, να γράφεις και να κάνεις αυτό που αγαπάς”. Και θα μεγάλωνα και θα έγραφα. Για εκείνη. Που τόσο της άρεσε να γράφω για εκείνη.
Θα τα διάβαζε, θα έκλαιγε, θα με αγκάλιαζε, θα μου έλεγε ότι με αγαπάει και με ευχαριστεί. Και θα της έλεγα πως εγώ την αγαπάω πιο πολύ και την ευχαριστώ και πως δεν θα μπορέσω ποτέ να κάνω ούτε τα μισά απ’όσα έκανε εκείνη για εμένα.
Θέλω να μεγαλώσω και να με ρωτάει η μαμά μου “τι έγινε με τον άλλο;” και να της λέω “τέλος”. Και να με ρωτάει “τι μαλακία έκανες πάλι;”. Και όσο και να θυμώνω να ξέρω πως έχει δίκιο.
Θέλω να μεγαλώσω και να είναι Χριστούγεννα. Να στολίζει το σπίτι και να την κοροϊδεύω πως στο Ροβανιέμι έχουν λιγότερα στολίδια. Να παίρνει δώρα για όλους. Να μυρίζει το σπίτι Χριστούγεννα. Να μυρίζει το σπίτι “μαμά”.
Θέλω να μεγαλώσω και να είναι η γιορτή της μητέρας. Να της πάρω λουλούδια και να την πάρω να βγούμε έξω οι δυο μας. Να μιλάμε. Σαν μάνα με κόρη, σαν γυναίκα με γυναίκα. Να της λέω πως την γιορτή της μητέρας την γιορτάζουν τα παιδιά, γιατί τα παιδιά γιορτάζουν που έχουν τις μανάδες που έχουν. Να την κρατάω από το χέρι και να περπατάμε.
Να, να, να… Να έχω τη μαμά μου. Αυτό θέλω Και να φύγω από εκεί μέσα.
–Είναι δύσκολο, το ξέρω. Λέει ο κύριος με την άσπρη ρόμπα.
Δεν του μιλάω.
Σηκώνομαι να φύγω.
–Δύναμη κυρία Βιλλιώτη. Θέλετε χαρτομάντιλο;
–Τη μαμά μου θέλω.
Να είναι εδώ, να μιλάμε, να γελάμε, να μαλώνουμε. Να γιορτάζουμε. Να μην μετράμε μέρες. Να μην μετράμε τίποτα. Παρά μόνο όσα δεν μπορούν να μετρηθούν.
Την αγάπη. Την δική μας αγάπη.
Μετρήσαμε παραπάνω μέρες απ’όσες είπε αυτός ο κύριος με την άσπρη ρόμπα. Σαν να τον νικήσαμε λιγάκι. Αλλά τελικά φτάσαμε μέχρι τα Χριστούγεννα. Σαν να νίκησε τελικά. Χριστούγεννα. Τότε τελείωσαν οι γιορτές για εμένα.
Σήμερα είναι η γιορτή της μητέρας. Να θες να πεις “Χρόνια Πολλά Μαμά μου, σ’αγαπάω” και να μην μπορεί να απαντήσει “κι εγώ”. Να θες να πεις “Μαμά” και να μην μπορείς να ακούσεις “Έλα”. Να θες τόσα και να μη γίνονται ούτε τα μισά. Να θες να γιορτάσεις και να μην έχεις με ποιον.
Χρόνια Πολλά Μαμά μου, σ’αγαπάω. Κι αν δεν μπορείς να απαντήσεις ξέρω τουλάχιστον ότι ακούς.