Την εποχή του Facebook, του Twitter και του Instagram όλα είναι πιο εύκολα. Οι φιλίες, οι σχέσεις, το φλερτ, οι συνεννοήσεις και οι παρεξηγήσεις. Αρκεί να ξέρεις πως θα τις χειριστείς, ποιες θα σου διδάξουν πράγματα, ποιες θα κρατήσεις και ποιες θα σβήσεις. Σε μια εποχή που αν δε σου αρέσει κάποιος ή κάτι μπορείς να το σβήσεις, ξαφνικά όλα είναι πανεύκολα. Δε σε ενδιαφέρει αν αυτό εξαφανίζει την προσωπική επαφή και μετέπειτα την προσωπικότητά σου, αφού έτσι σου έχει μάθει η φαύλη αυτή κοινωνία. Να τα δέχεσαι και να τα σβήνεις όλα με ένα κουμπί. Πρόκειται για ένα παιχνίδι που ο καθένας εκεί έξω καλείται να παίξει δίχως να το βαριέται και να το πετά στην άκρη όπως όταν ήτανε μικρός, αλλά να το ζητά ξανά και ξανά.
Ανοίγεις, λοιπόν, το facebook, βλέπεις ένα, δύο, τρία, δεκατρία αιτήματα φιλίας, τσεκάρεις ποιος θέλει να γίνει φίλος/η σου, βλέπεις αν έχετε κοινούς φίλους, αν οι φωτογραφίες του σε πείθουν πως δεν πρόκειται για έναν μανιακό stalker και τελικά αποφασίζεις. Πριν πατήσεις όμως, το κουμπί της αποδοχής που θα επισφραγίσει τη διαδικτυακή σας «φιλία» σκέφτεσαι «Άραγε, υπάρχει διαδικτυακή φιλία και τι είναι αυτό που τη διακρίνει από την πραγματική φιλία;».
Πριν σου απαντήσω σε αυτή τη ρητορική ερώτηση θα σου πω μία ιστορία. Ίσως και δύο. Όσα είναι και τα σημαντικότερα άτομα που έχω στη ζωή μου και γνώρισα μέσω διαδικτύου.
Επειδή, ladies first την κολλητή μου τη Χρυσάνθη, τη γνώρισα στο Γυμνάσιο κάπου μεταξύ Facebook και ενός forum μόδας, από εκείνα τα γλυκούλικα, κοριτσίστικα, υπαρξιακά και λίγο bitchy. Ανάθεμα και πόσα κορίτσια μπορεί να γνωρίσει κάποια εκεί μέσα. Είναι από εκείνα τα κορίτσια που όταν τα γνωρίζεις θες αμέσως να τα κάνεις φίλες σου, να τους πρήξεις με τα ψυχολογικά και υπαρξιακά σου ερωτήματα, να τα ρωτήσεις αν ο Ερμής είναι ανάδρομος επειδή θα σου απαντήσουν με απόλυτη φυσικότητα και να τα βγάλεις έξω για ατελείωτο clubbing. Όσο για την απόσταση που μας χωρίζει; Είναι από εκείνα τα κορίτσια που θα ταξίδευες παντού για αυτές ή με αυτές, γιατί αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα από εκείνα που μας χωρίζουν.
Πριν προλάβεις να βγάλεις το χαρτομάντηλο για την ιστορία με τη σχέση εξ αποστάσεως που μόλις διάβασες θα σε πάω στο αγόρι της παρέας, τον Δημήτρη. Τον κολλητό μου τον γνώρισα, επίσης, μέσω Facebook κάπου στο τέλος των αγαπημένων Πανελληνίων. Αν με ρωτήσει κανείς αν φανταζόμουν ποτέ πως το άτομο που θα με ρωτούσε για βάσεις, μόρια και σχολές θα κατέληγε να είναι το άτομο με το οποίο έχω αγοράσει σουτιέν μαζί του και κάθε φορά που τρώω φρίκες στα ερωτικά θα είναι εκεί να με προσγειώνει με το «Μαρία, όχι πάλι!», θα του πω όχι. Πριν προλάβεις να πεις πως δεν υπάρχει πραγματική φιλία ανάμεσα σε ένα αγόρι και σε ένα κορίτσι θα σου πω πως αυτό πίστευα κι εγώ μέχρι που τον γνώρισα από κοντά. Ο Δημήτρης είναι από εκείνα τα αγόρια που ζητάνε όλα τα κορίτσια, που θες να τα βλέπεις ευτυχισμένα μέχρι αηδίας, να τα γνωρίσεις στις φίλες σου και να τους μιλάς 24/7 για τη σκάρτη ερωτική σου ζωή ή για τον βαρετό καθηγητή της σχολής σου χωρίς καν να χασμουριέται. Και αν βαρεθεί μπορείς απλά να του τάξεις μία έξοδο με εμένα και τη Χρυσάνθη.
Η σκοπιμότητα των δύο αυτών ιστοριών δεν αποτελεί ούτε κοινωνικό πείραμα ούτε κάποιο μύθο με πρίγκιπες και πράσσειν άλογα. Είναι μία πραγματικότητα που κρύβεται καλά κρυμμένη πίσω από οθόνες και πληκτρολόγια. Σημασία δεν έχει πώς γνωρίζεις κάποιον, κάθε πόσο τον βλέπεις ή από πότε γνωρίζεστε, αλλά ότι κάθε φορά που βρίσκεστε πρόσωπο με πρόσωπο δε φοβάστε να δείξετε τον πραγματικό σας εαυτό, γελάτε και τρώτε μέχρι σκασμού δίχως να ντρέπεστε και κάνετε όνειρα μαζί. Οπότε κάθε φορά που αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που κρύβεται πίσω από την οθόνη σου έχω να σου πω να μη φοβηθείς να δείξεις τον πραγματικό σου εαυτό γιατί που ξέρεις… μπορεί σε μερικά χρόνια από τώρα να τριγυρνάτε μαζί μεθυσμένοι και να προγραμματίζετε το επόμενό σας ταξίδι.